- μωλώνω
- 1. μετ. укреплять молом;2. αμετ. 1) сооружать мол, дамбу; 2) засоряться (о канаве)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μωλώνω — και μολώνω 1. κατασκευάζω μώλο με πέτρες ή με προσχώσεις ή με κυβολίθους, για προστασία τού λιμανιού ή τού όρμου από τα κύματα, ενισχύω ή προστατεύω κάτι με την κατασκευή μώλου, κατασκευάζω προκυμαία για την αποβίβαση και επιβίβαση επιβατών και… … Dictionary of Greek
μώλωμα — και μόλωμα, το 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μωλώνω 2. (ιδίως στον πληθ.) τα μωλόματα και μολώματα προσχώσεις, επιχώσεις σε λιμάνι ή και γενικά σε παραλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μωλώνω / μολώνω (βλ. λ. μῶλος [I])] … Dictionary of Greek
προχωννύω — Α 1. διαμορφώνω με επιχωμάτωση την έκταση μπροστά από έναν χώρο ή ένα κτήριο 2. γεμίζω με επιχωμάτωση, μωλώνω, μπαζώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + χωννύω «σωρεύω χώμα»] … Dictionary of Greek